- σηματολόγηση
- η, Ν1. καθαρισμός τού διακριτικού σήματος τού πλοίου2. εγγραφή τού πλοίου στο νηολόγιο και στα άλλα βιβλία, όπως ορίζει ο νόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηματολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. σηματολόγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.